Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incustodìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkustoˈdito]

αφύλαχτος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incurvatura incutere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incursore (αρσ. επίθ και ουσ)
incurvamento (ουσ αρσ )
incurvare (ρ. μτβ.)
incurvarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incurvatura (θηλ.ουσ)
incustodito (επίθ.)
incutere (ρ. μτβ.)
indaco (αρσ. επίθ και ουσ)
indaffarato (επίθ.)
indagabile (επίθ.)
indagare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indagatore (ουσ αρσ )
indagatore (επίθ.)
indagine (θηλ.ουσ)
indarno (επίρ.)
indebitamente (επίρ.)
indebitamento (ουσ αρσ )
indebitarsi (ρ.μ. (αντων.))
indebitato (επίθ.)
indebito (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---