Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incùtere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈkutere]

1 διεγείρω
2 εξεγείρω
3 εξάπτω
4 προκαλώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incustodito indaco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incurvamento (ουσ αρσ )
incurvare (ρ. μτβ.)
incurvarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incurvatura (θηλ.ουσ)
incustodito (επίθ.)
incutere (ρ. μτβ.)
indaco (αρσ. επίθ και ουσ)
indaffarato (επίθ.)
indagabile (επίθ.)
indagare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indagatore (ουσ αρσ )
indagatore (επίθ.)
indagine (θηλ.ουσ)
indarno (επίρ.)
indebitamente (επίρ.)
indebitamento (ουσ αρσ )
indebitarsi (ρ.μ. (αντων.))
indebitato (επίθ.)
indebito (αρσ. επίθ και ουσ)
indebolimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---