Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incurvàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkurˈvare]

1 αγκυλώνω
2 καμπυλώνω
3 κάμπτω
4 κυρτώνω
5 λυγίζω

incurvàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkurˈvarsi]

1 σκεβρώνω
2 βαθουλώνω
3 πετσικάρω
4 κυρτώνομαι
5 καμπουριάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incurvamento incurvatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incuriosire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incuriosirsi (ρ.μ. (αντων.))
incursione (θηλ.ουσ)
incursore (αρσ. επίθ και ουσ)
incurvamento (ουσ αρσ )
incurvare (ρ. μτβ.)
incurvarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incurvatura (θηλ.ουσ)
incustodito (επίθ.)
incutere (ρ. μτβ.)
indaco (αρσ. επίθ και ουσ)
indaffarato (επίθ.)
indagabile (επίθ.)
indagare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indagatore (ουσ αρσ )
indagatore (επίθ.)
indagine (θηλ.ουσ)
indarno (επίρ.)
indebitamente (επίρ.)
indebitamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---