Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincuriosìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [inkurjoˈsire] 1 εξάπτω την περιέργεια κάποιου 2 κάνω κάποιο περίεργο incuriosirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inkurjoˈsirsi] γίνομαι περίεργος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |