Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incuriosìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkurjoˈsire]

1 εξάπτω την περιέργεια κάποιου
2 κάνω κάποιο περίεργο

incuriosirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkurjoˈsirsi]

γίνομαι περίεργος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incuria incursione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incurabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
incurabilità (θηλ.ουσ)
incurante (επίθ.)
incuranza (θηλ.ουσ)
incuria (θηλ.ουσ)
incuriosire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incuriosirsi (ρ.μ. (αντων.))
incursione (θηλ.ουσ)
incursore (αρσ. επίθ και ουσ)
incurvamento (ουσ αρσ )
incurvare (ρ. μτβ.)
incurvarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incurvatura (θηλ.ουσ)
incustodito (επίθ.)
incutere (ρ. μτβ.)
indaco (αρσ. επίθ και ουσ)
indaffarato (επίθ.)
indagabile (επίθ.)
indagare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indagatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---