Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indébito  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈdebito]

1 ανάρμοστος
2 άδικος
3 αταίριαστος
4 καταχρηστικός
5 αδικαιολόγητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indebitato indebolimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indarno (επίρ.)
indebitamente (επίρ.)
indebitamento (ουσ αρσ )
indebitarsi (ρ.μ. (αντων.))
indebitato (επίθ.)
indebito (αρσ. επίθ και ουσ)
indebolimento (ουσ αρσ )
indebolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indebolirsi (ρ.μ. (αντων.))
indebolito (επίθ.)
indebolitore (επίθ.)
indecente (επίθ.)
indecenza (θηλ.ουσ)
indecifrabile (επίθ.)
indecifrato (επίθ.)
indecisione (θηλ.ουσ)
indeciso (επίθ.)
indeclinabile (επίθ.)
indeclinabilità (θηλ.ουσ)
indecomponibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---