ItalianoGreco


indébito  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈdebito]

1 ανάρμοστος
2 άδικος
3 αταίριαστος
4 καταχρηστικός
5 αδικαιολόγητος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---