Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indebolitóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indeboliˈtore]

Εξασθενητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indebolito indecente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indebito (αρσ. επίθ και ουσ)
indebolimento (ουσ αρσ )
indebolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indebolirsi (ρ.μ. (αντων.))
indebolito (επίθ.)
indebolitore (επίθ.)
indecente (επίθ.)
indecenza (θηλ.ουσ)
indecifrabile (επίθ.)
indecifrato (επίθ.)
indecisione (θηλ.ουσ)
indeciso (επίθ.)
indeclinabile (επίθ.)
indeclinabilità (θηλ.ουσ)
indecomponibile (επίθ.)
indecomposto (επίθ.)
indecoroso (επίθ.)
indefessamente (επίρ.)
indefesso (επίθ.)
indefettibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---