Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indefettìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indefetˈtibile]

1 αλάνθαστος
2 συνεχής
3 άψογος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indefesso indefettibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indecomponibile (επίθ.)
indecomposto (επίθ.)
indecoroso (επίθ.)
indefessamente (επίρ.)
indefesso (επίθ.)
indefettibile (επίθ.)
indefettibilità (θηλ.ουσ)
indefinibile (επίθ.)
indefinibilità (θηλ.ουσ)
indefinitezza (θηλ.ουσ)
indefinito (αρσ. επίθ και ουσ)
indeformabile (επίθ.)
indeformabilità (θηλ.ουσ)
indegnità (θηλ.ουσ)
indegno (επίθ.)
indeiscente (επίθ.)
indeiscenza (θηλ.ουσ)
indelebile (επίθ.)
indelebilmente (επίρ.)
indeliberatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---