Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indégno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈdeɲɲo]

1 αποτρόπαιος
2 πανάθλιος
3 άδικος
4 αξιοπεριφρόνητος
5 ανάξιος
6 ευτελής
7 απαίσιος
8 σιχαμερός
9 τρισάθλιος
10 αηδιαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indegnità indeiscente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indefinitezza (θηλ.ουσ)
indefinito (αρσ. επίθ και ουσ)
indeformabile (επίθ.)
indeformabilità (θηλ.ουσ)
indegnità (θηλ.ουσ)
indegno (επίθ.)
indeiscente (επίθ.)
indeiscenza (θηλ.ουσ)
indelebile (επίθ.)
indelebilmente (επίρ.)
indeliberatamente (επίρ.)
indeliberato (επίθ.)
indelicatezza (θηλ.ουσ)
indelicato (επίθ.)
indemagliabile (επίθ.)
indemaniare (ρ. μτβ.)
indemoniare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indemoniarsi (ρ.μ. (αντων.))
indemoniato (αρσ. επίθ και ουσ)
indenne (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---