Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indemoniàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [indemoˈnjato]

1 δαιμονιακός
2 φρενιτιώδης
3 φρενήρης
4 φρενιασμένος
5 δαιμονιόπληκτος
6 παράφορος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indemoniarsi indenne  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indelicato (επίθ.)
indemagliabile (επίθ.)
indemaniare (ρ. μτβ.)
indemoniare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indemoniarsi (ρ.μ. (αντων.))
indemoniato (αρσ. επίθ και ουσ)
indenne (επίθ.)
indennità (θηλ.ουσ)
indennizzare (ρ. μτβ.)
indennizzo (ουσ αρσ )
indentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indentatura (θηλ.ουσ)
indentro (επίρ.)
indeprecabile (επίθ.)
inderogabile (επίθ.)
inderogabilità (θηλ.ουσ)
indescrivibile (επίθ.)
indesiderabile (επίθ.)
indesiderato (επίθ.)
indeterminabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---