Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόindemoniàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [indemoˈnjato] 1 δαιμονιακός 2 φρενιτιώδης 3 φρενήρης 4 φρενιασμένος 5 δαιμονιόπληκτος 6 παράφορος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |