ItalianoGreco


indennità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [indenniˈta]

1 αποζημίωση
2 επίδομα ασφαλιστικής κάλυψης
3 χρήματα αποζημίωσης
4 εφάπαξ
5 ευεργέτημα
6 επίδομα
7 επίδομα ασθένειας ή αναπηρίας
8 επανόρθωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---