Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indennìzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [indenˈniddzo]

η αποζημίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indennizzare indentare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indemoniarsi (ρ.μ. (αντων.))
indemoniato (αρσ. επίθ και ουσ)
indenne (επίθ.)
indennità (θηλ.ουσ)
indennizzare (ρ. μτβ.)
indennizzo (ουσ αρσ )
indentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indentatura (θηλ.ουσ)
indentro (επίρ.)
indeprecabile (επίθ.)
inderogabile (επίθ.)
inderogabilità (θηλ.ουσ)
indescrivibile (επίθ.)
indesiderabile (επίθ.)
indesiderato (επίθ.)
indeterminabile (επίθ.)
indeterminabilità (θηλ.ουσ)
indeterminatezza (θηλ.ουσ)
indeterminativo (αρσ. επίθ και ουσ)
indeterminato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---