Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinderogabilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inderogabiliˈta] 1 ιδιότητα του απαραβίαστου 2 αδυναμία διάρρηξης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |