Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indeterminazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [indeterminatˈtsjone]

1 ασάφεια
2 απροσδιοριστία
3 αοριστία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indeterminato indetonante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indeterminabile (επίθ.)
indeterminabilità (θηλ.ουσ)
indeterminatezza (θηλ.ουσ)
indeterminativo (αρσ. επίθ και ουσ)
indeterminato (επίθ.)
indeterminazione (θηλ.ουσ)
indetonante (επίθ.)
indi (επίρ.)
india (θηλ.ουσ)
indiana (θηλ.ουσ)
indianista (ουσ αρσ και θηλ.)
indianistica (θηλ.ουσ)
indiano (ουσ αρσ )
indiano (επίθ.)
indiavolato (επίθ.)
indicare (ρ. μτβ.)
indicativamente (επίρ.)
indicativo (ουσ αρσ )
indicativo (επίθ.)
indicato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---