Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indicatìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [indikaˈtivo]

1 τηλεφωνικός κωδικός αριθμός κλήσης (περιοχής κλπ)
2 οριστική έγκλιση

indicatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indikaˈtivo]

1 ενδεικτικός (-ή, -ό)
2 grammatica οριστικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indicativamente indicato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indiano (ουσ αρσ )
indiano (επίθ.)
indiavolato (επίθ.)
indicare (ρ. μτβ.)
indicativamente (επίρ.)
indicativo (ουσ αρσ )
indicativo (επίθ.)
indicato (επίθ.)
indicatore (ουσ αρσ )
indicatore (επίθ.)
indicazione (θηλ.ουσ)
indice (ουσ αρσ )
indice (επίθ.)
indicibile (επίθ.)
indicibilmente (επίρ.)
indicizzato (επίθ.)
indicizzazione (θηλ.ουσ)
indietreggiamento (ουσ αρσ )
indietreggiare (ρ.αμτβ.)
indietro (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---