Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ìndice  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈindiʧe]

1 (dito) ο δείχτης
2 (sommario) το περιεχόμενο, ο σελιδοδείκτης

ìndice  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈindiʧe]

1 δεικτικός
2 ενδεικτικός
3 δηλωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indicazione indicibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indicativo (επίθ.)
indicato (επίθ.)
indicatore (ουσ αρσ )
indicatore (επίθ.)
indicazione (θηλ.ουσ)
indice (ουσ αρσ )
indice (επίθ.)
indicibile (επίθ.)
indicibilmente (επίρ.)
indicizzato (επίθ.)
indicizzazione (θηλ.ουσ)
indietreggiamento (ουσ αρσ )
indietreggiare (ρ.αμτβ.)
indietro (επίρ.)
indifendibile (επίθ.)
indifeso (επίθ.)
indifferente (ουσ αρσ και θηλ.)
indifferente (επίθ.)
indifferentemente (επίρ.)
indifferentismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---