Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indicibilménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [indiʧibilˈmente]

1 ανέκφραστα
2 απερίγραπτα
3 ανείπωτα
4 ανομολόγητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indicibile indicizzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indicatore (επίθ.)
indicazione (θηλ.ουσ)
indice (ουσ αρσ )
indice (επίθ.)
indicibile (επίθ.)
indicibilmente (επίρ.)
indicizzato (επίθ.)
indicizzazione (θηλ.ουσ)
indietreggiamento (ουσ αρσ )
indietreggiare (ρ.αμτβ.)
indietro (επίρ.)
indifendibile (επίθ.)
indifeso (επίθ.)
indifferente (ουσ αρσ και θηλ.)
indifferente (επίθ.)
indifferentemente (επίρ.)
indifferentismo (ουσ αρσ )
indifferenza (θηλ.ουσ)
indifferenziato (επίθ.)
indifferibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---