Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indiètro  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [inˈdjɛtro]

πίσω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indietreggiare indifendibile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


all'indietro = προς τα πίσω || fare marcia indietro = κάνω όπισθεν


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indicibilmente (επίρ.)
indicizzato (επίθ.)
indicizzazione (θηλ.ουσ)
indietreggiamento (ουσ αρσ )
indietreggiare (ρ.αμτβ.)
indietro (επίρ.)
indifendibile (επίθ.)
indifeso (επίθ.)
indifferente (ουσ αρσ και θηλ.)
indifferente (επίθ.)
indifferentemente (επίρ.)
indifferentismo (ουσ αρσ )
indifferenza (θηλ.ουσ)
indifferenziato (επίθ.)
indifferibile (επίθ.)
indigeno (ουσ αρσ )
indigeno (επίθ.)
indigente (ουσ αρσ και θηλ.)
indigente (επίθ.)
indigenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---