ItalianoGreco


indigènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [indiˈʤɛnte]

1 χρειάρης
2 ξεβράκωτος
3 αναγκεμένος
4 άπορος άνθρωπος
5 κουρελιάρης
6 λεχρίτης
7 φτωχούλης
8 θεόφτωχος

indigènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indiˈʤɛnte]

1 φτωχικός
2 πτωχός
3 φτωχός
4 άπορος
5 άψιλος
6 αδέκαρος
7 ενδεής
8 απένταρος
9 πένητας
10 φτωχούλης
11 αναπαραδιάρης
12 πάμφτωχος
13 άφραγκος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---