Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indigotìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [indigoˈtina]

1 μπλε του λουλακιού
2 ουσία χρωστικής λουλακιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indigoide indilatabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indignarsi (ρ.μ. (αντων.))
indignato (επίθ.)
indignazione (θηλ.ουσ)
indigofera (θηλ.ουσ)
indigoide (αρσ. επίθ και ουσ)
indigotina (θηλ.ουσ)
indilatabile (επίθ.)
indilazionabile (επίθ.)
indimenticabile (επίθ.)
indimostrabile (επίθ.)
indimostrabilità (θηλ.ουσ)
indimostrato (επίθ.)
indio (ουσ αρσ )
indio (επίθ.)
indipendente (ουσ αρσ και θηλ.)
indipendente (επίθ.)
indipendentemente (επίρ.)
indipendentismo (ουσ αρσ )
indipendentista (ουσ αρσ και θηλ.)
indipendentista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---