Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indipendentìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [indipendenˈtizmo]

προάσπιση της ανεξαρτησίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indipendentemente indipendentista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indio (ουσ αρσ )
indio (επίθ.)
indipendente (ουσ αρσ και θηλ.)
indipendente (επίθ.)
indipendentemente (επίρ.)
indipendentismo (ουσ αρσ )
indipendentista (ουσ αρσ και θηλ.)
indipendentista (επίθ.)
indipendentistico (επίθ.)
indipendenza (θηλ.ουσ)
indire (ρ. μτβ.)
indiretto (επίθ.)
indirizzabile (επίθ.)
indirizzamento (ουσ αρσ )
indirizzare (ρ. μτβ.)
indirizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
indirizzario (ουσ αρσ )
indirizzatrice (θηλ.ουσ)
indirizzo (ουσ αρσ )
indisciplina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---