Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόindipendènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [indipenˈdɛnte] ανεξάρτητος (-η, -ο) indipendènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [indipenˈdɛnte] 1 ανεξάρτητος 2 αυτεξούσιος 3 αυτοκέφαλος 4 ασύνδετος 5 ασυσχέτιστος 6 υπερκομματικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |