Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indirètto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indiˈrɛtto]

έμμεσος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indire indirizzabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


discorso [αρσ.] indiretto = ο πλάγιος λόγος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indipendentista (ουσ αρσ και θηλ.)
indipendentista (επίθ.)
indipendentistico (επίθ.)
indipendenza (θηλ.ουσ)
indire (ρ. μτβ.)
indiretto (επίθ.)
indirizzabile (επίθ.)
indirizzamento (ουσ αρσ )
indirizzare (ρ. μτβ.)
indirizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
indirizzario (ουσ αρσ )
indirizzatrice (θηλ.ουσ)
indirizzo (ουσ αρσ )
indisciplina (θηλ.ουσ)
indisciplinabile (επίθ.)
indisciplinatezza (θηλ.ουσ)
indisciplinato (επίθ.)
indiscreto (επίθ.)
indiscrezione (θηλ.ουσ)
indiscriminato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---