Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indiscrezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [indiskretˈtsjone]

1 κακογλωσσιά
2 κουτσομπολιό
3 διαρροή (πληροφορίας κλπ)
4 αδιακρισία
5 ακριτομυθία
6 παρείσφρηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indiscreto indiscriminato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indisciplina (θηλ.ουσ)
indisciplinabile (επίθ.)
indisciplinatezza (θηλ.ουσ)
indisciplinato (επίθ.)
indiscreto (επίθ.)
indiscrezione (θηλ.ουσ)
indiscriminato (επίθ.)
indiscusso (επίθ.)
indiscutibile (επίθ.)
indiscutibilmente (επίρ.)
indispensabile (ουσ αρσ )
indispensabile (επίθ.)
indispensabilità (θηλ.ουσ)
indispettire (ρ. μτβ.)
indispettirsi (ρ.μ. (αντων.))
indispettito (επίθ.)
indisponente (επίθ.)
indisponibile (ουσ αρσ και θηλ.)
indisponibile (επίθ.)
indisponibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---