Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indisponibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [indisponibiliˈta]

1 αδυναμία διάθεσης (εμπορευμάτων κλπ)
2 απροθυμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indisponibile indisporre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indispettirsi (ρ.μ. (αντων.))
indispettito (επίθ.)
indisponente (επίθ.)
indisponibile (ουσ αρσ και θηλ.)
indisponibile (επίθ.)
indisponibilità (θηλ.ουσ)
indisporre (ρ. μτβ.)
indisposizione (θηλ.ουσ)
indisposto (επίθ.)
indissociabile (επίθ.)
indissolubile (επίθ.)
indissolubilità (θηλ.ουσ)
indistinguibile (επίθ.)
indistintamente (επίρ.)
indistinto (επίθ.)
indistruttibile (επίθ.)
indistruttibilità (θηλ.ουσ)
indisturbato (επίθ.)
indivia (θηλ.ουσ)
individuale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---