Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


individuàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [individuˈale]

ατομικός (-ή, -ό), προσωπικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indivia individualismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indistinto (επίθ.)
indistruttibile (επίθ.)
indistruttibilità (θηλ.ουσ)
indisturbato (επίθ.)
indivia (θηλ.ουσ)
individuale (επίθ.)
individualismo (ουσ αρσ )
individualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
individualistico (επίθ.)
individualità (θηλ.ουσ)
individualizzare (ρ. μτβ.)
individualizzazione (θηλ.ουσ)
individualmente (επίρ.)
individuare (ρ. μτβ.)
individuarsi (ρ.μ. (αντων.))
individuazione (θηλ.ουσ)
individuo (αρσ. επίθ και ουσ)
indivisibile (επίθ.)
indivisibilità (θηλ.ουσ)
indiviso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---