individuazióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [individuatˈtsjone]
1 επισήμανση
2 εντοπισμός
3 εξατομίκευση
4 επισήμανση ατομικότητας
5 προσδιορισμός ατομικότητας
6 καθορισμός
7 ατομίκευση
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [individuatˈtsjone]
1 επισήμανση
2 εντοπισμός
3 εξατομίκευση
4 επισήμανση ατομικότητας
5 προσδιορισμός ατομικότητας
6 καθορισμός
7 ατομίκευση
permalink
individuazione (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android