Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


individualménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [individualˈmente]

1 ένας ένας
2 ιδιαιτέρως
3 ατομικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  individualizzazione individuare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

individualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
individualistico (επίθ.)
individualità (θηλ.ουσ)
individualizzare (ρ. μτβ.)
individualizzazione (θηλ.ουσ)
individualmente (επίρ.)
individuare (ρ. μτβ.)
individuarsi (ρ.μ. (αντων.))
individuazione (θηλ.ουσ)
individuo (αρσ. επίθ και ουσ)
indivisibile (επίθ.)
indivisibilità (θηλ.ουσ)
indiviso (επίθ.)
indiziare (ρ. μτβ.)
indiziario (επίθ.)
indiziato (ουσ αρσ )
indiziato (επίθ.)
indizio (ουσ αρσ )
indizione (θηλ.ουσ)
indo-ariano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---