Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόindiziàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inditˈtsjato] ύποπτος υπόθεσης indiziàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inditˈtsjato] 1 διαβλητός 2 ύποπτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |