Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indiziàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inditˈtsjato]

ύποπτος υπόθεσης

indiziàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inditˈtsjato]

1 διαβλητός
2 ύποπτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indiziario indizio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indivisibile (επίθ.)
indivisibilità (θηλ.ουσ)
indiviso (επίθ.)
indiziare (ρ. μτβ.)
indiziario (επίθ.)
indiziato (ουσ αρσ )
indiziato (επίθ.)
indizio (ουσ αρσ )
indizione (θηλ.ουσ)
indo-ariano (αρσ. επίθ και ουσ)
indocile (επίθ.)
indocilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indocilirsi (ρ.μ. (αντων.))
indocilità (θηλ.ουσ)
Indocina (θηλ. ουσ πληθ.)
indocinese (ουσ αρσ )
indocinese (θηλ.ουσ)
indoeuropeo (αρσ. επίθ και ουσ)
indogermanico (αρσ. επίθ και ουσ)
indoiranico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---