Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indocilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [indoʧiliˈta]

1 ανυπακοή
2 απείθεια
3 παρακοή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indocilirsi Indocina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indizione (θηλ.ουσ)
indo-ariano (αρσ. επίθ και ουσ)
indocile (επίθ.)
indocilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indocilirsi (ρ.μ. (αντων.))
indocilità (θηλ.ουσ)
Indocina (θηλ. ουσ πληθ.)
indocinese (ουσ αρσ )
indocinese (θηλ.ουσ)
indoeuropeo (αρσ. επίθ και ουσ)
indogermanico (αρσ. επίθ και ουσ)
indoiranico (αρσ. επίθ και ουσ)
indolcire (ρ.αμτβ.)
indolcire (ρ. μτβ.)
indolcirsi (ρ.μ. (αντων.))
indole (θηλ.ουσ)
indolente (επίθ.)
indolenza (θηλ.ουσ)
indolenzimento (ουσ αρσ )
indolenzire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---