Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indolcìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [indolˈʧire]

γλυκαίνομαvι

indolcìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [indolˈʧire]

Γλυκαίνω

indolcirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [indolˈʧirsi]

Γλυκαίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indoiranico indole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indocinese (ουσ αρσ )
indocinese (θηλ.ουσ)
indoeuropeo (αρσ. επίθ και ουσ)
indogermanico (αρσ. επίθ και ουσ)
indoiranico (αρσ. επίθ και ουσ)
indolcire (ρ.αμτβ.)
indolcire (ρ. μτβ.)
indolcirsi (ρ.μ. (αντων.))
indole (θηλ.ουσ)
indolente (επίθ.)
indolenza (θηλ.ουσ)
indolenzimento (ουσ αρσ )
indolenzire (ρ.αμτβ.)
indolenzire (ρ. μτβ.)
indolenzirsi (ρ.μ. (αντων.))
indolenzito (επίθ.)
indolo (ουσ αρσ )
indolore (επίθ.)
indomabile (επίθ.)
indomani (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---