Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indoirànico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,indoiˈraniko]

Ινδο-Ιρανός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indogermanico indolcire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Indocina (θηλ. ουσ πληθ.)
indocinese (ουσ αρσ )
indocinese (θηλ.ουσ)
indoeuropeo (αρσ. επίθ και ουσ)
indogermanico (αρσ. επίθ και ουσ)
indoiranico (αρσ. επίθ και ουσ)
indolcire (ρ.αμτβ.)
indolcire (ρ. μτβ.)
indolcirsi (ρ.μ. (αντων.))
indole (θηλ.ουσ)
indolente (επίθ.)
indolenza (θηλ.ουσ)
indolenzimento (ουσ αρσ )
indolenzire (ρ.αμτβ.)
indolenzire (ρ. μτβ.)
indolenzirsi (ρ.μ. (αντων.))
indolenzito (επίθ.)
indolo (ουσ αρσ )
indolore (επίθ.)
indomabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---