Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόindolenzìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [indolenˈtsire] 1 μουδιάζω 2 μυρμηκιώ 3 μυρμηγκιάζω indolenzìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [indolenˈtsire] indolenzire (vt) indolenzirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [indolenˈtsirsi] 1 μυρμηγκιάζω 2 μυρμηκιώ 3 μουδιάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |