Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indòmito  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈdɔmito]

1 αδάμαστος
2 άκαμπτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indomenicato indonesiano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indolore (επίθ.)
indomabile (επίθ.)
indomani (επίρ.)
indomato (επίθ.)
indomenicato (επίθ.)
indomito (επίθ.)
indonesiano (αρσ. επίθ και ουσ)
indoramento (ουσ αρσ )
indorare (ρ. μτβ.)
indorarsi (ρ.μ. (αντων.))
indoratore (αρσ. επίθ και ουσ)
indoratura (θηλ.ουσ)
indossare (ρ. μτβ.)
indossatore (ουσ αρσ )
indossatrice (θηλ.ουσ)
indosso (επίρ.)
Indostan (ουσ αρσ πληθ.)
indostano (αρσ. επίθ και ουσ)
indotto (ουσ αρσ )
indotto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---