Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indótto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈdotto]

1 οπλισμός (μαγνήτη ή ηλεκτρομαγνήτη κλπ)
2 περιστροφικό τμήμα μηχανής
3 στροφέας

indòtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈdɔtto]

1 αγράμματος
2 επαγόμενος (ηλεκτρικά ή μαγνητικά)
3 αναλφάβητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indostano indottrinamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indossatore (ουσ αρσ )
indossatrice (θηλ.ουσ)
indosso (επίρ.)
Indostan (ουσ αρσ πληθ.)
indostano (αρσ. επίθ και ουσ)
indotto (ουσ αρσ )
indotto (επίθ.)
indottrinamento (ουσ αρσ )
indottrinare (ρ. μτβ.)
indovina (θηλ.ουσ)
indovinabile (επίθ.)
indovinare (ρ. μτβ.)
indovinarla (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
indovinato (επίθ.)
indovinello (ουσ αρσ )
indovino (ουσ αρσ )
indovino (επίθ.)
indù (ουσ αρσ και θηλ.)
indù (επίθ.)
indubbiamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---