Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indovinàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [indoviˈnare]

μαντεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indovinabile indovinarla  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


tirare a indovinare = το πέτυχα στην τύχη, μαντεύω στην τύχη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indotto (επίθ.)
indottrinamento (ουσ αρσ )
indottrinare (ρ. μτβ.)
indovina (θηλ.ουσ)
indovinabile (επίθ.)
indovinare (ρ. μτβ.)
indovinarla (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
indovinato (επίθ.)
indovinello (ουσ αρσ )
indovino (ουσ αρσ )
indovino (επίθ.)
indù (ουσ αρσ και θηλ.)
indù (επίθ.)
indubbiamente (επίρ.)
indubbio (επίθ.)
indubitabile (επίθ.)
indubitabilità (θηλ.ουσ)
indubitato (επίθ.)
inducente (επίθ.)
indugiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---