Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indubbiaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [indubbjaˈmente]

αναμφίβολα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indù indubbio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indovinello (ουσ αρσ )
indovino (ουσ αρσ )
indovino (επίθ.)
indù (ουσ αρσ και θηλ.)
indù (επίθ.)
indubbiamente (επίρ.)
indubbio (επίθ.)
indubitabile (επίθ.)
indubitabilità (θηλ.ουσ)
indubitato (επίθ.)
inducente (επίθ.)
indugiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indugiarsi (ρ.μ. (αντων.))
indugio (ουσ αρσ )
induismo (ουσ αρσ )
induista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
induistico (επίθ.)
indulgente (επίθ.)
indulgenza (θηλ.ουσ)
indulgere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---