Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indù  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inˈdu]

Ινδουιστής

indù  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈdu]

Ινδουιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indovino indubbiamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indovinarla (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
indovinato (επίθ.)
indovinello (ουσ αρσ )
indovino (ουσ αρσ )
indovino (επίθ.)
indù (ουσ αρσ και θηλ.)
indù (επίθ.)
indubbiamente (επίρ.)
indubbio (επίθ.)
indubitabile (επίθ.)
indubitabilità (θηλ.ουσ)
indubitato (επίθ.)
inducente (επίθ.)
indugiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indugiarsi (ρ.μ. (αντων.))
indugio (ουσ αρσ )
induismo (ουσ αρσ )
induista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
induistico (επίθ.)
indulgente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---