Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indubitàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indubiˈtabile]

1 αναμφισβήτητος
2 αναντίρρητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indubbio indubitabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indovino (επίθ.)
indù (ουσ αρσ και θηλ.)
indù (επίθ.)
indubbiamente (επίρ.)
indubbio (επίθ.)
indubitabile (επίθ.)
indubitabilità (θηλ.ουσ)
indubitato (επίθ.)
inducente (επίθ.)
indugiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indugiarsi (ρ.μ. (αντων.))
indugio (ουσ αρσ )
induismo (ουσ αρσ )
induista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
induistico (επίθ.)
indulgente (επίθ.)
indulgenza (θηλ.ουσ)
indulgere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indulto (ουσ αρσ )
indumento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---