Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόindovìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [indoˈvino] 1 προφήτης 2 μάντης indovìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [indoˈvino] Προφητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |