Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indùgio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈduʤo]

1 ξάργητα
2 αργοπορία
3 άργητα
4 καθυστέρηση
5 αναβολή
6 χρονοτριβή
7 χασομέρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indugiarsi induismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indubitabilità (θηλ.ουσ)
indubitato (επίθ.)
inducente (επίθ.)
indugiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indugiarsi (ρ.μ. (αντων.))
indugio (ουσ αρσ )
induismo (ουσ αρσ )
induista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
induistico (επίθ.)
indulgente (επίθ.)
indulgenza (θηλ.ουσ)
indulgere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indulto (ουσ αρσ )
indumento (ουσ αρσ )
indurimento (ουσ αρσ )
indurire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indurirsi (ρ. μ. αμτβ.)
indurre (ρ. μτβ.)
indursi (ρ.μ. (αντων.))
indusio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---