Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόindùgio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈduʤo] 1 ξάργητα 2 αργοπορία 3 άργητα 4 καθυστέρηση 5 αναβολή 6 χρονοτριβή 7 χασομέρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |