Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indovinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indoviˈnato]

1 εύστοχος
2 εμπνευσμένος
3 επιτυχής
4 επιτυχημένος
5 καλοδιαλεγμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indovinarla indovinello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indottrinare (ρ. μτβ.)
indovina (θηλ.ουσ)
indovinabile (επίθ.)
indovinare (ρ. μτβ.)
indovinarla (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
indovinato (επίθ.)
indovinello (ουσ αρσ )
indovino (ουσ αρσ )
indovino (επίθ.)
indù (ουσ αρσ και θηλ.)
indù (επίθ.)
indubbiamente (επίρ.)
indubbio (επίθ.)
indubitabile (επίθ.)
indubitabilità (θηλ.ουσ)
indubitato (επίθ.)
inducente (επίθ.)
indugiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indugiarsi (ρ.μ. (αντων.))
indugio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---