Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indoratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [indoraˈtura]

1 χρύσωμα
2 μαλαματοκάπνισμα
3 επιχρύσωση
4 μαλαμοκάπνισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indoratore indossare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indonesiano (αρσ. επίθ και ουσ)
indoramento (ουσ αρσ )
indorare (ρ. μτβ.)
indorarsi (ρ.μ. (αντων.))
indoratore (αρσ. επίθ και ουσ)
indoratura (θηλ.ουσ)
indossare (ρ. μτβ.)
indossatore (ουσ αρσ )
indossatrice (θηλ.ουσ)
indosso (επίρ.)
Indostan (ουσ αρσ πληθ.)
indostano (αρσ. επίθ και ουσ)
indotto (ουσ αρσ )
indotto (επίθ.)
indottrinamento (ουσ αρσ )
indottrinare (ρ. μτβ.)
indovina (θηλ.ουσ)
indovinabile (επίθ.)
indovinare (ρ. μτβ.)
indovinarla (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---