Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόindoraménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [indoraˈmento] 1 μαλαμοκάπνισμα 2 μαλαματοκάπνισμα 3 χρύσωμα 4 επιχρύσωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |