Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indolenziménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [indolentsiˈmento]

Μούδιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indolenza indolenzire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indolcire (ρ. μτβ.)
indolcirsi (ρ.μ. (αντων.))
indole (θηλ.ουσ)
indolente (επίθ.)
indolenza (θηλ.ουσ)
indolenzimento (ουσ αρσ )
indolenzire (ρ.αμτβ.)
indolenzire (ρ. μτβ.)
indolenzirsi (ρ.μ. (αντων.))
indolenzito (επίθ.)
indolo (ουσ αρσ )
indolore (επίθ.)
indomabile (επίθ.)
indomani (επίρ.)
indomato (επίθ.)
indomenicato (επίθ.)
indomito (επίθ.)
indonesiano (αρσ. επίθ και ουσ)
indoramento (ουσ αρσ )
indorare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---