Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indocinése  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,indoʧiˈnese], [,indoʧiˈneze]

Ινδοκινέζος

indocinése  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,indoʧiˈnese], [,indoʧiˈneze]

Ινδοκινέζα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Indocina indoeuropeo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indocile (επίθ.)
indocilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indocilirsi (ρ.μ. (αντων.))
indocilità (θηλ.ουσ)
Indocina (θηλ. ουσ πληθ.)
indocinese (ουσ αρσ )
indocinese (θηλ.ουσ)
indoeuropeo (αρσ. επίθ και ουσ)
indogermanico (αρσ. επίθ και ουσ)
indoiranico (αρσ. επίθ και ουσ)
indolcire (ρ.αμτβ.)
indolcire (ρ. μτβ.)
indolcirsi (ρ.μ. (αντων.))
indole (θηλ.ουσ)
indolente (επίθ.)
indolenza (θηλ.ουσ)
indolenzimento (ουσ αρσ )
indolenzire (ρ.αμτβ.)
indolenzire (ρ. μτβ.)
indolenzirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---