Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόindocinése
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,indoʧiˈnese], [,indoʧiˈneze] Ινδοκινέζος indocinése ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,indoʧiˈnese], [,indoʧiˈneze] Ινδοκινέζα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |