Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόindocilìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [indoʧiˈlire] 1 καθιστώ πειθήνιο 2 επιβάλλω πειθαρχία indocilirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [indoʧiˈlirsi] Πειθαρχώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |