Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indocilìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [indoʧiˈlire]

1 καθιστώ πειθήνιο
2 επιβάλλω πειθαρχία

indocilirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [indoʧiˈlirsi]

Πειθαρχώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indocile indocilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indiziato (επίθ.)
indizio (ουσ αρσ )
indizione (θηλ.ουσ)
indo-ariano (αρσ. επίθ και ουσ)
indocile (επίθ.)
indocilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indocilirsi (ρ.μ. (αντων.))
indocilità (θηλ.ουσ)
Indocina (θηλ. ουσ πληθ.)
indocinese (ουσ αρσ )
indocinese (θηλ.ουσ)
indoeuropeo (αρσ. επίθ και ουσ)
indogermanico (αρσ. επίθ και ουσ)
indoiranico (αρσ. επίθ και ουσ)
indolcire (ρ.αμτβ.)
indolcire (ρ. μτβ.)
indolcirsi (ρ.μ. (αντων.))
indole (θηλ.ουσ)
indolente (επίθ.)
indolenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---