Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


individualizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [individualidˈdzare]

1 ατομικεύω
2 εξατομικεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  individualità individualizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

individuale (επίθ.)
individualismo (ουσ αρσ )
individualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
individualistico (επίθ.)
individualità (θηλ.ουσ)
individualizzare (ρ. μτβ.)
individualizzazione (θηλ.ουσ)
individualmente (επίρ.)
individuare (ρ. μτβ.)
individuarsi (ρ.μ. (αντων.))
individuazione (θηλ.ουσ)
individuo (αρσ. επίθ και ουσ)
indivisibile (επίθ.)
indivisibilità (θηλ.ουσ)
indiviso (επίθ.)
indiziare (ρ. μτβ.)
indiziario (επίθ.)
indiziato (ουσ αρσ )
indiziato (επίθ.)
indizio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---