Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


individuàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [individuˈare]

εντοπίζω

individuarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [individuˈarsi]

χαρακτηρίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  individualmente individuazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

individualistico (επίθ.)
individualità (θηλ.ουσ)
individualizzare (ρ. μτβ.)
individualizzazione (θηλ.ουσ)
individualmente (επίρ.)
individuare (ρ. μτβ.)
individuarsi (ρ.μ. (αντων.))
individuazione (θηλ.ουσ)
individuo (αρσ. επίθ και ουσ)
indivisibile (επίθ.)
indivisibilità (θηλ.ουσ)
indiviso (επίθ.)
indiziare (ρ. μτβ.)
indiziario (επίθ.)
indiziato (ουσ αρσ )
indiziato (επίθ.)
indizio (ουσ αρσ )
indizione (θηλ.ουσ)
indo-ariano (αρσ. επίθ και ουσ)
indocile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---