Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indispórre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [indisˈporre]

1 εκνευρίζω
2 ανταγωνίζομαι
3 εξοργίζω
4 συγχύζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indisponibilità indisposizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indispettito (επίθ.)
indisponente (επίθ.)
indisponibile (ουσ αρσ και θηλ.)
indisponibile (επίθ.)
indisponibilità (θηλ.ουσ)
indisporre (ρ. μτβ.)
indisposizione (θηλ.ουσ)
indisposto (επίθ.)
indissociabile (επίθ.)
indissolubile (επίθ.)
indissolubilità (θηλ.ουσ)
indistinguibile (επίθ.)
indistintamente (επίρ.)
indistinto (επίθ.)
indistruttibile (επίθ.)
indistruttibilità (θηλ.ουσ)
indisturbato (επίθ.)
indivia (θηλ.ουσ)
individuale (επίθ.)
individualismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---