Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indissolùbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indissoˈlubile]

1 ακατάλυτος
2 άρρηκτος
3 αδιάλυτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indissociabile indissolubilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indisponibilità (θηλ.ουσ)
indisporre (ρ. μτβ.)
indisposizione (θηλ.ουσ)
indisposto (επίθ.)
indissociabile (επίθ.)
indissolubile (επίθ.)
indissolubilità (θηλ.ουσ)
indistinguibile (επίθ.)
indistintamente (επίρ.)
indistinto (επίθ.)
indistruttibile (επίθ.)
indistruttibilità (θηλ.ουσ)
indisturbato (επίθ.)
indivia (θηλ.ουσ)
individuale (επίθ.)
individualismo (ουσ αρσ )
individualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
individualistico (επίθ.)
individualità (θηλ.ουσ)
individualizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---